- διανάσσω
- και διανάττω, διανάσσω, διανάττω (Α) [νάσσω]1. καλαφατίζω, ματζακονίζω2. φράζω με στουπί ή πίσσα τα κενά ανάμεσα στα ξύλινα τμήματα ή σανίδες σκάφους για να τού προσδώσω στεγανότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διανάττουσι — διανάσσω stop chinks pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διανάσσω stop chinks pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) διανάσσω stop chinks pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διανάσσω stop chinks pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεναγμένος — διανάσσω stop chinks perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διένασσε — διανάσσω stop chinks imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάναξις — ( εως), η (Α) [διανάσσω] καλαφάτισμα, ματζακόνισμα (για τη στεγανότητα σκάφους) … Dictionary of Greek